Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ый αναφαίρετος

См. также в других словарях:

  • ἀναφαίρετος — not to be taken away masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναφαίρετος — η, ο (AM ἀναφαίρετος, ον) εκείνος που δεν έχει αφαιρεθεί ή δεν είναι δυνατόν να αφαιρεθεί, αυτός που ανήκει αποκλειστικά σε κάποιον (π.χ. αναφαίρετο δικαίωμα) …   Dictionary of Greek

  • αναφαίρετος — η, ο εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να αφαιρέσει κανείς, αναπόσπαστος: Τα δημοκρατικά καθεστώτα αναγνωρίζουν στους πολίτες ορισμένα αναφαίρετα δικαιώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναφαιρέτως — ἀναφαίρετος not to be taken away adverbial ἀναφαίρετος not to be taken away masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφαίρετον — ἀναφαίρετος not to be taken away masc/fem acc sg ἀναφαίρετος not to be taken away neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφαιρέτου — ἀναφαίρετος not to be taken away masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφαιρέτους — ἀναφαίρετος not to be taken away masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφαιρέτων — ἀναφαίρετος not to be taken away masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφαιρέτῳ — ἀναφαίρετος not to be taken away masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφαίρετα — ἀναφαίρετος not to be taken away neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφαίρετοι — ἀναφαίρετος not to be taken away masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»