-
1 неотъемлемость
το αναφαίρετοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > неотъемлемость
-
2 неотъемлемый
неотъемлем||ыйприл ἀναφαίρετος, ἀπαράγραπτος, ἀναπόσπαστος:\неотъемлемыйое право τό ἀναφαίρετο (или ἀπαράγραπτο) δικαίωμα· \неотъемлемыйая часть τό ἀναπόσπαστο τμήμα. -
3 неотъемлемый
επ., βρ: -лем, -а, -оαναφαίρετος•-ое право αναφαίρετο δικαίωμα.
См. также в других словарях:
ἀναφαίρετος — not to be taken away masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναφαίρετος — η, ο (AM ἀναφαίρετος, ον) εκείνος που δεν έχει αφαιρεθεί ή δεν είναι δυνατόν να αφαιρεθεί, αυτός που ανήκει αποκλειστικά σε κάποιον (π.χ. αναφαίρετο δικαίωμα) … Dictionary of Greek
αναφαίρετος — η, ο εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να αφαιρέσει κανείς, αναπόσπαστος: Τα δημοκρατικά καθεστώτα αναγνωρίζουν στους πολίτες ορισμένα αναφαίρετα δικαιώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναφαιρέτως — ἀναφαίρετος not to be taken away adverbial ἀναφαίρετος not to be taken away masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφαίρετον — ἀναφαίρετος not to be taken away masc/fem acc sg ἀναφαίρετος not to be taken away neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφαιρέτου — ἀναφαίρετος not to be taken away masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφαιρέτους — ἀναφαίρετος not to be taken away masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφαιρέτων — ἀναφαίρετος not to be taken away masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφαιρέτῳ — ἀναφαίρετος not to be taken away masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφαίρετα — ἀναφαίρετος not to be taken away neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφαίρετοι — ἀναφαίρετος not to be taken away masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)